-
1 ἄργυρος
A white metal, i.e. silver,ἐξ Ἀλύβης ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857
; soπηγὴ ἀργύρου A.Pers. 238
, etc.;ἄ. κοῖλος
silver plate,Theopomp.Hist.
283a, Arist.Oec. 1350b23, etc.II = ἀργύριον, silver-money, generally, money, A.Supp. 935; ; εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' by bribery, Id.OT 124; in later Prose, coupled with χρυσός, Ev.Matt. 10.9, Alciphr.2.3.III = λινόζωστος ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄργυρος
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek